μετοικικός

μετοικικός
μετοικ-ικός, ή, όν,
A consisting of μέτοικοι, Hyp.Fr. 149; in the condition of a

μ., ἄνθρωπος Plu.Alc.5

; συντελεῖν εἰς τὸ μ., v.l. for μετοίκιον, Luc.Bis Acc.9.
II metaph., having a part in, τινος Id.Lex.25.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μετοικικός — μετοικικός, ή, όν (Α) [μέτοικος] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στον μέτοικο 2. αυτός που βρίσκεται στην κατάσταση τού μετοίκου 3. μτφ. αυτός που είναι μέτοχος σε κάτι 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μετοικικά η παρεφθαρμένη αττική… …   Dictionary of Greek

  • μετοικικά — μετοικικός consisting of neut nom/voc/acc pl μετοικικά̱ , μετοικικός consisting of fem nom/voc/acc dual μετοικικά̱ , μετοικικός consisting of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοικικόν — μετοικικός consisting of masc acc sg μετοικικός consisting of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοικικῆς — μετοικικός consisting of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοικικῶς — μετοικικός consisting of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοικικῷ — μετοικικός consisting of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”